αφοβησιά
Смотреть что такое "αφοβησιά" в других словарях:
αφοβία — αφοβία, η και αφοβιά, η και αφοβησιά, η έλλειψη φόβου, τόλμη, γενναιότητα: Μου έκανε εντύπωση η αφοβησιά του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)